Ουνίτες

Ουνίτες
οι
(λ. λατ.), χριστιανοί ορθόδοξοι που αναγνωρίζουν τον πάπα ως αρχηγό της Εκκλησίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουνίτες — Έτσι ονομάζονται οι χριστιανοί που ήταν παλαιότερα ορθόδοξοι και προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό. Αναγνωρίζουν ως υπέρτατο αρχηγό τον πάπα της Ρώμης, διατηρούν όμως την εξωτερική εμφάνιση των ορθόδοξων ιερέων. Οι νεστοριανοί ο., ο πατριάρχης των …   Dictionary of Greek

  • ουνιτικός — ή, ό [ουνίτες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ουνίτες («Ουνιτική Εκκλησία») …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • ουνίτης — και ουνιάτης, ο συν. στον πληθ. οι ουνίτες και ουνιάτες χριστιανοί ορθόδοξοι οι οποίοι, μέσα στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες τής εποχής, αναγνώρισαν το πρωτείο τού πάπα στην Εκκλησία και εισήλθαν σε εκκλησιαστική κοινωνία με τη Ρωμαιοκαθολική… …   Dictionary of Greek

  • ουνιτισμός — ή ουνιατισμός, ο εκκλ. το εκκλησιαστικό σύστημα τών ουνιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουνίτες + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Χαρ. Παπαμάρκου] …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Βενιαμίν — I Βιβλικό πρόσωπο. Δωδέκατος και τελευταίος γιος του πατριάρχη των Εβραίων Ιακώβ. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Ιακώβ, στη διάρκεια του λιμού, έστειλε τους γιους του να αγοράσουν σιτάρι στην Αίγυπτο, θέλησε να κρατήσει κοντά του τον B., γιο των …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”